ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(38) |
(No difference)
|
η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα
2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό»)
3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξ-ιά)].