3,274,399
edits
(T22) |
(38) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=στολῆς, ἡ ([[στέλλω]] ([[which]] [[see]]) to [[prepare]], [[equip]], 2perfect<br /><b class="num">1.</b> an [[equipment]] ([[Aeschylus]]).<br /><b class="num">2.</b> an [[equipment]] in [[clothes]], [[clothing]]; [[specifically]], a [[loose]] [[outer]] [[garment]] for men [[which]] extended to the feet (cf. English stole (Dict. of Chris. Antiq. [[under]] the [[word]])), [[worn]] by kings ( L T Tr WH). (Tragg., [[Xenophon]], [[Plato]], and [[following]]; the Sept. [[chiefly]] for בֶּגֶד.) (Cf. Trench, § l.) | |txtha=στολῆς, ἡ ([[στέλλω]] ([[which]] [[see]]) to [[prepare]], [[equip]], 2perfect<br /><b class="num">1.</b> an [[equipment]] ([[Aeschylus]]).<br /><b class="num">2.</b> an [[equipment]] in [[clothes]], [[clothing]]; [[specifically]], a [[loose]] [[outer]] [[garment]] for men [[which]] extended to the feet (cf. English stole (Dict. of Chris. Antiq. [[under]] the [[word]])), [[worn]] by kings ( L T Tr WH). (Tragg., [[Xenophon]], [[Plato]], and [[following]]; the Sept. [[chiefly]] for בֶּגֶד.) (Cf. Trench, § l.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σπολά]] Α<br /><b>1.</b> [[ενδυμασία]], [[ένδυμα]], [[φορεσιά]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική [[ενδυμασία]] που φοριέται με μια ορισμένη [[ευκαιρία]] ή από όσους ανήκουν σε μια [[τάξη]], σε μια [[οργάνωση]] ή σε ένα [[επάγγελμα]] ή κατάγονται από ορισμένη [[περιοχή]] ή [[χώρα]] (α. «με τη λευκή νυφιάτικη [[στολή]] / στολίσου...», Μαλακ.<br />β. «νησιώτικη [[στολή]]» γ. «σκωτσέζικη [[στολή]]» δ. «γυναικεία [[στολή]]», <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «Σκυθικὴ [[στολή]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμφίεση]], [[στολισμός]], [[στόλισμα]] (α. «[[στολή]] της άνοιξης» β. «[[στολή]] και [[πλούτος]] κι [[αρχοντιά]] ήτονε το κορμίν του», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «ἱππάδα στολήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[στολή]]» — ομοιόμορφη [[ενδυμασία]] που συνοδεύεται από [[κάλυμμα]] του κεφαλιού και διακριτικά και χαρακτηρίζει τη στρατιωτική [[ιδιότητα]]<br />β) «[[στολή]] εκστρατείας» — η [[ενδυμασία]] σε καιρό πολέμου ή ασκήσεων<br />γ) «[[μεγάλη]] [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] που φορούν οι αξιωματικοί στις επίσημες τελετές, σύμφωνα με τους κανονισμούς<br />δ) «νυφιάτικη [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] της νύφης για την [[τελετή]] του γάμου<br />ε) «[[αντιποίηση]] στολής»<br /><b>(νομ.)</b> το [[αδίκημα]] που διαπράττει [[κανείς]] όταν φορεί και εμφανίζεται [[δημόσια]] [[χωρίς]] να το δικαιούται [[στολή]] ή διακριτικά [[σημεία]] αξιωματικού, ιερωμένου ή [[άλλη]] που ορίζεται από τον νόμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[καθαρότητα]] της ψυχής, η [[απαλλαγή]] από τα [[πάθη]] και την [[αμαρτία]]<br /><b>2.</b> η [[ενδυμασία]] του βαπτίσματος και η [[κάθαρση]] της ψυχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίσημη [[ενδυμασία]]<br /><b>2.</b> τα [[άμφια]], η ιερατική [[αμφίεση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] του Χριστού («ὁ ἐμὸς υἱὸς... στολὴν ἀνθρώποις ὁμοιοπαθῆ περιθήσεται», Βασ. Σελ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική [[προετοιμασία]] («ταχεῑα ναυτικοῡ στρατοῡ [[στολή]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ένδυση]]<br /><b>3.</b> το [[πτέρωμα]] τών πτηνών («τῇ τῶν πτερῶν ἀγλαϊζόμενον στολῇ», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>4.</b> [[συστολή]], [[πίεση]] («στολὴ τοῡ ἀέρος», Επίκ.)<br /><b>5.</b> [[περιστολή]], [[περιορισμός]] («στολὴ τῶν σιτίων», Αέτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στολ</i>- του ρ. [[στέλλω]] (για τον αιολ. τ. [[σπολά]] και τη σημ. της λ. <b>βλ.</b>λ. [[στέλλω]])]. | |||
}} | }} |