στρατηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ηγέτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηγέτης Medium diacritics: στρατηγέτης Low diacritics: στρατηγέτης Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: stratēgétēs Transliteration B: stratēgetēs Transliteration C: stratigetis Beta Code: strathge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.

German (Pape)

[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. στρατηγός.
Étymologie: στρατηγέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδ-ηγέτης)].