στρατολογώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ
συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λογώ (πρβλ. σταχυο-λογώ)].