στρίψιμο: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του στρίβω, συστροφή, στροφή
2. κλώσιμο νήματος
3. αλλαγή πορείας
4. μτφ. α) τρέλα, παραφροσύνη
β) υπεκφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έστριψα του στρίβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].