στραγγεία: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγεία''': ἡ, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]], [[μέλλησις]], «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄ , 137· ἀλλ’ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.
|lstext='''στραγγεία''': ἡ, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]], [[μέλλησις]], «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄ , 137· ἀλλ’ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[στραγγεύω]]<br />[[δισταγμός]], [[επιφυλακτικότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγεία Medium diacritics: στραγγεία Low diacritics: στραγγεία Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΙΑ
Transliteration A: strangeía Transliteration B: strangeia Transliteration C: straggeia Beta Code: straggei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.

German (Pape)

[Seite 950] ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεία: ἡ, δισταγμός, ὄκνος, μέλλησις, «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄ , 137· ἀλλ’ οὕτως ἀναγνωστέον παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.

Greek Monolingual

ἡ, Α στραγγεύω
δισταγμός, επιφυλακτικότητα.