στρογγυλόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.
|lstext='''στρογγῠλόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[χέλι]]) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλόπλευρος Medium diacritics: στρογγυλόπλευρος Low diacritics: στρογγυλόπλευρος Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: strongylópleuros Transliteration B: strongylopleuros Transliteration C: stroggyloplevros Beta Code: stroggulo/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A round-sided, of an eel, Stratt. 44.

German (Pape)

[Seite 955] mit runden Seiten, an den Seiten rund, Strattis bei Ath. VII, 327 e.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].