στραγγεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραγγεῖον''': τό, χειρουργικὸν [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἀπομυζᾶται [[αἷμα]] ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. [[σικύα]]. | |lstext='''στραγγεῖον''': τό, χειρουργικὸν [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἀπομυζᾶται [[αἷμα]] ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. [[σικύα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br />[[σταγονόμετρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A medicine-dropper, Alex.Aphr.Pr.2.59.
German (Pape)
[Seite 950] τό, wundärztliches Werkzeug, Blut auszuziehen, gew. σικύα, Schröpfkopf, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεῖον: τό, χειρουργικὸν ὄργανον δι’ οὗ ἀπομυζᾶται αἷμα ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. σικύα.
Greek Monolingual
τὸ, Α στράγξ, -γγός]
σταγονόμετρο.