συγγηράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγγηράσομαι;<br />vieillir avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γηράσκω]].
|btext=<i>f.</i> συγγηράσομαι;<br />vieillir avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γηράσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[γερνώ]] ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ [[φρένες]]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γηράσκω]] «[[γερνώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γῆρας]], <i>τὸ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγηράσκω Medium diacritics: συγγηράσκω Low diacritics: συγγηράσκω Capitals: ΣΥΓΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: syngēráskō Transliteration B: syngēraskō Transliteration C: syggirasko Beta Code: sugghra/skw

English (LSJ)

fut.

   A -γηράσομαι E.Fr.1058: aor. -εγήρᾱσα Alciphr. 2.3:—grow old together with, γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες] Hdt.3.134; ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω (cf. γηράσκω) A.Ch.908, cf. E. l.c., Isoc.1.7:—pres. συγγηράω Aret. CA1.5.

German (Pape)

[Seite 961] = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

συγγηράσκω: μέλλ. -γηράσομαι, ἀόρ. -εγήρασα. Γηράσκω ὁμοῦ μετά τινος, γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3, 134· ἐγώ σ’ ἔθρεψα σὺν δὲ γηρᾶναι θέλω (ἴδε ἐν λ. γηράσκω) Αἰσχύλ. Χο. 918 πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 1044, Ἰσοκρ. 2C, καὶ ἴδε συννεάζω· - ὁ ἐνεστ. συγγηράω ἀπαντᾷ ἐν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

f. συγγηράσομαι;
vieillir avec.
Étymologie: σύν, γηράσκω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
γερνώ ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γηράσκω «γερνώ» (< γῆρας, τὸ].