συγκτίστης: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
Greek (Liddell-Scott)
συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.