συκοφαντικός: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de sycophante, en sycophante.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]]. | |btext=ή, όν :<br />de sycophante, en sycophante.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συκοφαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη [[συκοφαντία]] ή αυτός που αποβλέπει στη [[συκοφαντία]] (α. «συκοφαντική [[ενέργεια]]» β. «[[δίκην]]... συκοφαντικωτέραν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συκοφαντική [[δυσφήμιση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ισχυρισμός]] ή [[διάδοση]] ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα [[πρόσωπο]] ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την [[πλευρά]] του συκοφάντη η [[μείωση]] και [[διαβολή]] της [[τιμής]] και της υπόληψης του θύματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξιος]] στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την [[πλευρά]] ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα [[προς]] αυτόν<br /><b>2.</b> [[σοφιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκοφαντικά πνεύματα» — ο [[άνεμος]] [[συκοφαντίας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συκοφαντικώς</i> / <i>συκοφαντικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>συκοφαντικά</i> Ν<br />με συκοφαντικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A typical of a συκοφάντης, blackmailing, δίκη D.37.3 (Comp.); skilled as an 'agent provocateur', Philostr.VA7.27: metaph., σ. πνεύματα,= συκοφαντίας, Lib.Or.13.16. Adv. -κῶς Isoc.15.308, Luc.Hist.Conscr.10. II sophistical, λόγοι Phld.Oec. p.65J., cf. Rh.1.119S.
German (Pape)
[Seite 974] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν συκοφαντικός, Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10.
Greek (Liddell-Scott)
συκοφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς διαβολήν, ἢ ψευδῆ κατηγορίαν, Δημ. 967. 11, Φιλόστρ. 307. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 330, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de sycophante, en sycophante.
Étymologie: συκοφάντης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συκοφαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συκοφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «συκοφαντική δυσφήμιση»
(νομ.) ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα πρόσωπο ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την πλευρά του συκοφάντη η μείωση και διαβολή της τιμής και της υπόληψης του θύματος
αρχ.
1. ο επιδέξιος στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την πλευρά ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα προς αυτόν
2. σοφιστικός
3. φρ. «συκοφαντικά πνεύματα» — ο άνεμος συκοφαντίας.
επίρρ...
συκοφαντικώς / συκοφαντικῶς, ΝΜΑ, και συκοφαντικά Ν
με συκοφαντικό τρόπο.