συμμιμνήσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_20) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμιμνήσκομαι''': Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15. | |lstext='''συμμιμνήσκομαι''': Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[μιμνήσκομαι]]<br />[[αναθυμούμαι]] [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.
German (Pape)
[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.
Greek Monolingual
Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.