συναικλία: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_9) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναικλία''': ἡ, ([[αἶκλον]]) Λακων. ἀντὶ [[σύνδειπνον]], Ἀλκμὰν 57. | |lstext='''συναικλία''': ἡ, ([[αἶκλον]]) Λακων. ἀντὶ [[σύνδειπνον]], Ἀλκμὰν 57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και λακων. τ. [[συναιγλία]], ἡ, Α<br />[[δείπνο]] που παίρνει [[κάποιος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἶκλον]] «[[δείπνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (αἶκλον) Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συναικλία: ἡ, (αἶκλον) Λακων. ἀντὶ σύνδειπνον, Ἀλκμὰν 57.
Greek Monolingual
και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].