συμφράδμων: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(Autenrieth) |
(39) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†. | |auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]] («[[συμφράδμων]] Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις [[Ἀθήνη]]», Τρυφιόδ.)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει [[κανείς]] κάποιον σύμβουλό του (<b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμφράζομαι]] «[[συσκέπτομαι]], [[συμβουλεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμο</i>-<i>φράδ</i>-<i>μων</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112. II harmonious, in accord, κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365 (Jul.); θυμός A.R.Fr.8.
German (Pape)
[Seite 992] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rathe beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).
Greek (Liddell-Scott)
συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ, σύμβουλος, αἲ γάρ… τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui délibère avec, conseiller.
Étymologie: συμφράζω.
English (Autenrieth)
(φράζω): counselling together, pl., joint counsellors, Il. 2.372†.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.)
2. αρμονικός
3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα -μων (πρβλ. ὁμο-φράδ-μων)].