συνανακύπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_1) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανακύπτω''': [[ἀνακύπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ [[σῶμα]] συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C. | |lstext='''συνανακύπτω''': [[ἀνακύπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ [[σῶμα]] συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] μου [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακύπτω]] «[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A raise up the head along with, Them.Or.18.223c.
German (Pape)
[Seite 999] mit aufducken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακύπτω: ἀνακύπτω ὁμοῦ μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.
Greek Monolingual
ΜΑ
σηκώνω το κεφάλι μου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι»].