συνεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=inscrire ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]].
|btext=inscrire ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐγγράφω]]<br />[[εγγράφω]] ή [[καταγράφω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωγραφίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγράφω Medium diacritics: συνεγγράφω Low diacritics: συνεγγράφω Capitals: ΣΥΝΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: synengráphō Transliteration B: synengraphō Transliteration C: syneggrafo Beta Code: suneggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A register or enter along with, εἰς θεούς Plu.2.763e; τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται D.H.6.84; τοῖς κατ' ἔτος ἐφήβοις συνεγγραφόμενοι PSI10.1160.4 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1009] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγράφω: [ᾰ], ἐγγράφω ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.

French (Bailly abrégé)

inscrire ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγγράφω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).