στύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[στύπαξ]], ὁ, Α<br />(ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) [[στυππειοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. ([[αντί]] του τ. [[στυππειοπώλης]]) σχηματισμένη από τη λ. [[στυππεῖον]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[στύπαξ]], ὁ, Α<br />(ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) [[στυππειοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. ([[αντί]] του τ. [[στυππειοπώλης]]) σχηματισμένη από τη λ. [[στυππεῖον]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[στύπαξ]], ὁ, Α<br />(ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) [[στυππειοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. ([[αντί]] του τ. [[στυππειοπώλης]]) σχηματισμένη από τη λ. [[στυππεῖον]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππαξ Medium diacritics: στύππαξ Low diacritics: στύππαξ Capitals: ΣΤΥΠΠΑΞ
Transliteration A: stýppax Transliteration B: styppax Transliteration C: styppaks Beta Code: stu/ppac

English (LSJ)

ὁ,= στυππειοπώλης, nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. στύπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].