συγκεφαλαιωτικός: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκεφᾰλαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19. | |lstext='''συγκεφᾰλαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῑσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῑσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῑσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A summing up, ἐπιστήμη Stoic. 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.
German (Pape)
[Seite 967] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Uebersicht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεφᾰλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.