σύμμιγμα: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A commixture, Plu.2.922a, 955a.
German (Pape)
[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].