σύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφυρτος Medium diacritics: σύμφυρτος Low diacritics: σύμφυρτος Capitals: ΣΥΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: sýmphyrtos Transliteration B: symphyrtos Transliteration C: symfyrtos Beta Code: su/mfurtos

English (LSJ)

ον,

   A commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.