σύναινος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναινος''': -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, [[ὁμόδοξος]], [[σύμφωνος]], οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «[[σύναινος]]· [[ὁμόδοξος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σύναινος''': -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, [[ὁμόδοξος]], [[σύμφωνος]], οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «[[σύναινος]]· [[ὁμόδοξος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναινος Medium diacritics: σύναινος Low diacritics: σύναινος Capitals: ΣΥΝΑΙΝΟΣ
Transliteration A: sýnainos Transliteration B: synainos Transliteration C: synainos Beta Code: su/nainos

English (LSJ)

ον,

   A agreeing with, τινι Hsch.

German (Pape)

[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].