συναικλία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναικλία''': ἡ, ([[αἶκλον]]) Λακων. ἀντὶ [[σύνδειπνον]], Ἀλκμὰν 57.
|lstext='''συναικλία''': ἡ, ([[αἶκλον]]) Λακων. ἀντὶ [[σύνδειπνον]], Ἀλκμὰν 57.
}}
{{grml
|mltxt=και λακων. τ. [[συναιγλία]], ἡ, Α<br />[[δείπνο]] που παίρνει [[κάποιος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἶκλον]] «[[δείπνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και λακων. τ. [[συναιγλία]], ἡ, Α<br />[[δείπνο]] που παίρνει [[κάποιος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἶκλον]] «[[δείπνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
|mltxt=και λακων. τ. [[συναιγλία]], ἡ, Α<br />[[δείπνο]] που παίρνει [[κάποιος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἶκλον]] «[[δείπνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναικλία Medium diacritics: συναικλία Low diacritics: συναικλία Capitals: ΣΥΝΑΙΚΛΙΑ
Transliteration A: synaiklía Transliteration B: synaiklia Transliteration C: synaiklia Beta Code: sunaikli/a

English (LSJ)

ἡ, (αἶκλον) Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συναικλία: ἡ, (αἶκλον) Λακων. ἀντὶ σύνδειπνον, Ἀλκμὰν 57.

Greek Monolingual

και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].

Greek Monolingual

και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].