συνεπόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=jurer en même temps de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπόμνυμι]].
|btext=jurer en même temps de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπόμνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(ενεργ. και μέσ. <i>συνεπόμνυμαι</i>) ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπόμνυμι]] «ορκίζομαι, [[επιδοκιμάζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(ενεργ. και μέσ. <i>συνεπόμνυμαι</i>) ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπόμνυμι]] «ορκίζομαι, [[επιδοκιμάζω]]»].
|mltxt=Α<br />(ενεργ. και μέσ. <i>συνεπόμνυμαι</i>) ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπόμνυμι]] «ορκίζομαι, [[επιδοκιμάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπόμνῡμι Medium diacritics: συνεπόμνυμι Low diacritics: συνεπόμνυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synepómnymi Transliteration B: synepomnymi Transliteration C: synepomnymi Beta Code: sunepo/mnumi

English (LSJ)

   A swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].