τετράστεγος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_17)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράστεγος''': -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, [[ἤτοι]] τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.
|lstext='''τετράστεγος''': -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, [[ἤτοι]] τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στέγες, [[τέσσερα]] πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στεγος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστεγος Medium diacritics: τετράστεγος Low diacritics: τετράστεγος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: tetrástegos Transliteration B: tetrastegos Transliteration C: tetrastegos Beta Code: tetra/stegos

English (LSJ)

ον,

   A with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. , PRyl.153.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστεγος: -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, ἤτοι τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντά-στεγος].