φύσκη: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και φύσκα Ν<br /><b>1.</b> το [[στομάχι]]<br /><b>2.</b> το παχύ [[έντερο]]<br /><b>3.</b> [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]] από [[αίμα]] και [[λίπος]] χοίρου<br /><b>2.</b> (σχετικά με φυτά) [[κηκίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[φύσκη]] συνδέεται με τη λ. [[φῦσα]], [[αλλά]] [[δυσερμήνευτος]] παραμένει ο [[τρόπος]] σχηματισμού του. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>φυ</i>- με [[επίθημα]] -<i>σκη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μά</i>-<i>σκη</i>), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>κη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φώ</i>-<i>κη</i>) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. <i>φύσ</i>-<i>κη</i> ή <i>φύτ</i>-<i>κη</i> (για τις μορφές <i>φυ</i>-, <i>φυσ</i>- και <i>φυτ</i>- του θ. <b>βλ.</b> <i>λ</i>. [[φῦσα]])].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκη Medium diacritics: φύσκη Low diacritics: φύσκη Capitals: ΦΥΣΚΗ
Transliteration A: phýskē Transliteration B: physkē Transliteration C: fyski Beta Code: fu/skh

English (LSJ)

ἡ, (φυσάω)

   A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.    II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα).    III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.
Étymologie: φυσάω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φύσκα Ν
1. το στομάχι
2. το παχύ έντερο
3. φλύκταινα, φουσκάλα
νεοελλ.
κύστη, φούσκα
αρχ.
1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου
2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο τρόπος σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. φυ- με επίθημα -σκη (πρβλ. μά-σκη), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει επίθημα -κη (πρβλ. φώ-κη) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. φύσ-κη ή φύτ-κη (για τις μορφές φυ-, φυσ- και φυτ- του θ. βλ. λ. φῦσα)].