τερατώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες /[[τερατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέρας]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[τέρας]], [[τερατοειδής]], [[υπερφυσικός]] («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη [[φυσιολογικός]], [[τερατόμορφος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ανήθικος]], [[αποτροπιαστικός]], [[αηδιαστικός]] (α. «τερατώδες [[ψέμα]]» β. «τερατώδες [[έγκλημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερατῶδες</i><br />η [[τερατωδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τερατωδώς]] / <i>τερατωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τερατώδη τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αντίθετα [[προς]] τους νόμους της φύσης.
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτώδης Medium diacritics: τερατώδης Low diacritics: τερατώδης Capitals: ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: teratṓdēs Transliteration B: teratōdēs Transliteration C: teratodis Beta Code: teratw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A portentous, prodigious, Ar.Nu.364; σοφία τ. X. Ep.1; also of men, τ. εἰς σοφίαν Pl.Euthd.296e; τὸ τερατῶδες Arist. Po.1453b9; τ. ἀναπλασμοί Metrod.Herc.831.5, cf. Jul.Or.7.206c.    II monstrous, of strange births (τέρας 11.2), Arist.GA772a36, al., Sor. 2.55; τὰ τ. Phld.Sign.7; τ. ζῴδια, viz. Pisces, Cancer, Scorpio, Capricorn, Cat.Cod.Astr.1.166: Sup., -ωδεστάτη ὄψις Ph.2.99, cf. Phld. Mort.38. Adv. -δῶς, opp. κατὰ φύσιν, Arist.HA496b18, cf. D.S.1.26.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τέρας, προμηνύων τι, θαυμάσιος, μέγας, ὦ γῆ, τοῦ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες Ἀριστοφ. Νεφέλ. 364· σοφία τ. Ξεν. Ἐπιστ. 1. 8· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, οὕτως εἰς σοφίαν τερατώδεσιν ἀνθρώποις Πλάτ. Εὐθύδ. 296Ε· τὸ τερατῶδες Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4. ΙΙ. ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα παρὰ φύσιν, ἔκτρωμα, (τέρας ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 5, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἀντίθετον τῷ κατὰ φύσιν, αὐτόθι 1. 17. 9.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
extraordinaire, prodigieux.
Étymologie: τέρας, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες /τερατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέρας, -ατος]
1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.)
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη φυσιολογικός, τερατόμορφος, δύσμορφος
νεοελλ.
μτφ. αισχρός, ανήθικος, αποτροπιαστικός, αηδιαστικός (α. «τερατώδες ψέμα» β. «τερατώδες έγκλημα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερατῶδες
η τερατωδία
2. φρ. «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου.
επίρρ...
τερατωδώς / τερατωδῶς ΝΜΑ
με τερατώδη τρόπο
αρχ.
αντίθετα προς τους νόμους της φύσης.