τύμπανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_14)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύμπᾰνος''': ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.
|lstext='''τύμπᾰνος''': ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />το [[τύμπανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. της λ. [[τύμπανον]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] τα αρσ.].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμπᾰνος Medium diacritics: τύμπανος Low diacritics: τύμπανος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΣ
Transliteration A: týmpanos Transliteration B: tympanos Transliteration C: tympanos Beta Code: tu/mpanos

English (LSJ)

ὁ,

   A = τύμπανον 111, Hero Spir.2.36; = τύμπανον 1.1, dub. in AP6.220 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.

Greek (Liddell-Scott)

τύμπᾰνος: ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. τύμπανον, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].