τηκτός: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fondu;<br /><b>2</b> fusible, soluble.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fondu;<br /><b>2</b> fusible, soluble.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τήκω]]<br />αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, [[εύτηκτος]], [[ευδιάλυτος]] (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς [[γένος]] τροφῆς», ΠΔ<br />γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς [[μόλυβδος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τηκτόν</i><br />[[φάρμακο]] ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A melted, molten, μόλυβδος E.Andr.267. II capable of being dissolved, soluble, σώματα τ. καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Metaph.1015a10, Thphr. Lap.4; opp. στερεός, Pl.Criti.114e; opp. τεγκτός (q.v.), Arist.Mete. 385b12; τηκτόν, = φάρμακον τηκόμενον, Hp.VC14.
German (Pape)
[Seite 1105] adj. verb. von τήκω, geschmolzen, schmelzbar, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Plat. Soph. 265 c.
Greek (Liddell-Scott)
τηκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τήκω, τετηκώς, «λυωμένος», μόλυβδος Εὐρ. Ἀνδρ. 267. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, εὐδιάλυτος, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Πλάτ. Σοφιστ. 265C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 15· ἀντίθετον τῷ στερεός, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· τῷ τεγκτὸς (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ.· περὶ τοῦ τηκτοῦ, ἢ φαρμάκου τηκομένου, ἐν Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, ἴδε Littré.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fondu;
2 fusible, soluble.
Étymologie: τήκω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τηκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τήκω
αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ
γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς μόλυβδος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τηκτόν
φάρμακο ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο.