φλύκταινα: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[πρωτογενής]] [[στοιχειώδης]] [[βλάβη]] του δέρματος, [[φυσαλλίδα]] που περιέχει [[πύον]], κν. [[φουσκάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[εξόγκωση]] στην [[επιφάνεια]] τών μετάλλων που οφείλεται σε [[διάρρηξη]] ή [[ανύψωση]] προκαλούμενη από [[αέρια]], τα οποία παρέμειναν πολύ [[κοντά]] σε αυτήν την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> φυσαλλιδώδης [[κηλίδα]] στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, [[σύμπτωμα]] προσβολής του από παθογόνο μύκητα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κακοήθης]] [[φλύκταινα]]»<br />(ιατρ.-[[κτην]].) η [[νόσος]] [[άνθρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] ψωμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φλύκταινα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>ταν</i>-<i>ja</i>) έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>u</i>- του ρ. [[φλύω]] με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύγεθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλυγ</i>-<i>εθρον</i> / -<i>εθλον</i>, βλ και λ. [[φλύω]]) και [[επίθημα]] -<i>t</i><sup>ο</sup><i>n</i>- (> -<i>ταν</i>-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -<i>t</i>- (<b>πρβλ.</b> -<i>της</i>, -<i>τος</i>) και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>η</i>- της κατάλ. -<i>en</i> / -<i>on</i> (για μια διαφορετική [[μορφή]] επιθήματος <b>βλ. λ.</b> [[φλυκτίς]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. [[φλύκταινα]] εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>κάπρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φαγέδ</i>-<i>αινα</i>), [[παρά]] τη διαφορετική [[προέλευση]] του επιθήματος της]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A blister made by a burn, Hp.VM16, Thphr.Ign.57; IG42(1).126.25 (Epid., ii A. D.), Luc.DMort.20.4; blister caused by rowing, Ar.V.1119 (troch.), Ra.236(lyr.); ἐξ αἵματος φ. blood-blister, Id.Ec.1057; caused by the bite of the μυγαλῆ, Arist.HA604b20. 2 pustule, Hp.Prog.17, Th.2.49.
German (Pape)
[Seite 1293] ἡ, eine Blase, Blatter auf der Haut, vom Verbrennen od. andern Ursachen; Ar. Vesp. 1119 Ran. 236; Thuc. 2, 49.
Greek (Liddell-Scott)
φλύκταινα: ἡ, (ἴδε φλέω) φουσκαλίδα ἐπάνω εἰς τὸ δέρμα σχηματιζομένη ἐκ καύματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 57· ἐκ κωπηλασίας σχηματισθεῖσα, Ἀριστοφ. Σφ. 1119, πρβλ. Βατρ. 236· ἐξ αἵματος φλ., πλήρης αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1057· προερχομένη ἐκ δήγματος μυγαλῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μικρῶν πυωδῶν ἐξανθημάτων τὰ ὁποῖα παράγει ὁ λοιμός, Ἱππ. Προγν. 42, Θουκ. 2. 49· πρβλ. ὁλοφλυκτίς, ὁλοφυγδών, φλυζάκιον. 2) «φουσκάλα» ἐπὶ τοῦ ἄρτου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;
2 p. anal. élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.
Étymologie: φλόξ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ κοντά σε αυτήν την επιφάνεια
2. (φυτοπαθολ.) φυσαλλιδώδης κηλίδα στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, σύμπτωμα προσβολής του από παθογόνο μύκητα
3. φρ. «κακοήθης φλύκταινα»
(ιατρ.-κτην.) η νόσος άνθρακας
αρχ.
φυσαλλίδα στην επιφάνεια ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλύκταινα (< φλυγ-ταν-ja) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bhl-u- του ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση -γ- (πρβλ. φύγεθρον < φλυγ-εθρον / -εθλον, βλ και λ. φλύω) και επίθημα -tοn- (> -ταν-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -t- (πρβλ. -της, -τος) και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -η- της κατάλ. -en / -on (για μια διαφορετική μορφή επιθήματος βλ. λ. φλυκτίς). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. φλύκταινα εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό επίθημα -αινα (πρβλ. γάγγρ-αινα, κάπρ-αινα, φαγέδ-αινα), παρά τη διαφορετική προέλευση του επιθήματος της].