ὑποστατός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῑς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά.
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτός Medium diacritics: ὑποστατός Low diacritics: υποστατός Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: hypostatós Transliteration B: hypostatos Transliteration C: ypostatos Beta Code: u(postato/s

English (LSJ)

όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)

   A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.    II to be borne or withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της).    III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.