τενεκετζής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ντενεκετζής, ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλα-τζής)].