υπόκενος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. μάταιος («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», Φώτ.)
μσν.
λίγο κενός («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῡ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κενός.