τροπαῖος: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[τρόπαιος]]. | |btext=<i>c.</i> [[τρόπαιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροπή]], στη [[μετατροπή]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]] τών εχθρών στο [[πεδίο]] της μάχης<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[φυγή]] ή [[ήττα]], [[φοβερός]] («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια του Έκτορος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει [[κάτι]], [[συνήθως]] [[κακό]], [[αλεξίκακος]] («ὦ Ζεῡ τροπαῑε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσωνυμία]] θεών ή και αγαλμάτων τους και, [[ιδίως]], του [[Διός]] ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε [[φυγή]] τους εχθρούς παρέχοντας [[έτσι]] τη [[νίκη]] («Ζηνὶ τροπαίῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τροπαία]]<br />α) (ενν. [[πνοή]]) [[πνοή]] ανέμου από τη [[θάλασσα]] [[προς]] την [[ξηρά]], θαλάσσια [[αύρα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[τροπή]], [[μετατροπή]], [[μεταβολή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[τροπαία]] κακῶν» — [[απαλλαγή]] από [[δεινά]], από συμφορές» (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of a turning or change (cf. τροπαία,. II of or for defeat (τροπή 11), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl.402; Ζεὺς Τ., as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr.303, E.Heracl.867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717. 2 causing rout, appalling, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, i. e. terrible to the eyes of Hector, E.El.469 (lyr.), cf. 1174.—Cf. τρόπαιον.
Greek (Liddell-Scott)
τροπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. τροπαία, ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. ἱερά), θυσία ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. Ἡρακλ. 402· Ζεὺς Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. Ἡρακλ. 867· ὅθεν, στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, φοβερός, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. τρόπαιον. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἀποτρόπαιος, ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, Ζεὺς Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.
French (Bailly abrégé)
c. τρόπαιος.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο της μάχης
3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια του Έκτορος, Ευρ.)
4. αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει κάτι, συνήθως κακό, αλεξίκακος («ὦ Ζεῡ τροπαῑε», Σοφ.)
5. προσωνυμία θεών ή και αγαλμάτων τους και, ιδίως, του Διός ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς παρέχοντας έτσι τη νίκη («Ζηνὶ τροπαίῳ», Σοφ.)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ τροπαία
α) (ενν. πνοή) πνοή ανέμου από τη θάλασσα προς την ξηρά, θαλάσσια αύρα
β) μτφ. τροπή, μετατροπή, μεταβολή
γ) φρ. «τροπαία κακῶν» — απαλλαγή από δεινά, από συμφορές» (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + κατάλ. -αῖος].