τίμιος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(T22) |
(41) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τίμια, τίμιον ([[τιμή]]), from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], held as of [[great]] [[price]], i. e. [[precious]]: [[λίθος]], R. V. [[costly]] stones); comparitive τιμιωτερος, [[superlative]] τιμιωτατος, held in honor, [[esteemed]], [[especially]] [[dear]]: τίνι, to [[one]], T Tr WH (οὐδενός λόγου etc. [[not]] [[worth]] a [[word]]; cf. Meyer at the [[passage]])); [[καρπός]] τῆς γῆς, [[αἷμα]], ἐπαγγέλματα, 2 Peter 1:4. | |txtha=τίμια, τίμιον ([[τιμή]]), from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], held as of [[great]] [[price]], i. e. [[precious]]: [[λίθος]], R. V. [[costly]] stones); comparitive τιμιωτερος, [[superlative]] τιμιωτατος, held in honor, [[esteemed]], [[especially]] [[dear]]: τίνι, to [[one]], T Tr WH (οὐδενός λόγου etc. [[not]] [[worth]] a [[word]]; cf. Meyer at the [[passage]])); [[καρπός]] τῆς γῆς, [[αἷμα]], ἐπαγγέλματα, 2 Peter 1:4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[τίμιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ θηλ. και -ος, Α [[τιμή]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άξιος]] [[τιμής]] και σεβασμού, [[αξιότιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[συναίσθηση]] της ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες της ηθικής, [[έντιμος]], [[ηθικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί ευσυνείδητα το [[καθήκον]] του<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο χαρακτηρίζει η [[ειλικρίνεια]] και η [[ευθύτητα]] στις χρηματικές συναλλαγές του<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[ιερός]], [[άγιος]] (α. «[[τίμιος]] [[σταυρός]]» και «τίμιο [[ξύλο]]» — ο [[σταυρός]] στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς [[Χριστός]]<br />β. «τιμία [[ζώνη]]» — η [[ζώνη]] της Θεοτόκου)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τίμια δώρα»<br />(στη [[λειτουργική]]) ο [[άρτος]] και ο [[οίνος]] τα οποία προσφέρει ο [[ιερέας]] ως [[θυσία]] στον θεό και τα οποία καθαγιάζονται στη Θεία Ευχαριστία, αλλ. [[άγια]] δώρα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ηθική]] ή υλική [[αξία]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. υπερθ. βαθμού) <i>τιμιώτατος</i><br />[[προσφώνηση]] ανωτέρων σε επιστολές ή [[προσφώνηση]] ιερέων και επισκόπων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τίμιον</i><br />α) τιμητικό [[προνόμιο]]<br />β) τιμητική [[προσφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός στον οποίο οφείλεται ύψιστη [[τιμή]] και [[ευλάβεια]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]], [[κυρίως]] από [[ηθική]] [[άποψη]] («ψυχῆς γὰρ [[οὐδέν]] ἐστι τιμιώτερον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προσδίδει [[τιμή]] σε κάποιον, [[τιμητικός]] («καὶ σύ, τιμίαν ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τίμια</i><br />οι εκδηλώσεις σεβασμού ή λατρείας, οι τιμές<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τίμιον ποιῶ» — [[αυξάνω]] την [[τιμή]], [[προσδίδω]] πολύ [[μεγάλη]] [[αξία]] σε [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τιμίως]] ΝΜΑ, και <i>τίμια</i> Ν<br /><b>1.</b> με [[εντιμότητα]]<br /><b>2.</b> με [[ευσυνειδησία]]<br /><b>3.</b> με [[ευθύτητα]], με [[ειλικρίνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε υψηλή [[τιμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
[τῑ], α, ον, Pl.Prt.347c, al.; also ος, ον S.Ant.948 (lyr.), Arist. Pol.1283a36, Opp.H.2.651: (τιμή):—
A valued, I held in honour, worthy, ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τ. ἐστι Od.10.38, cf. Sapph.10, 105, Alc. 49, Hdt.9.71, etc.; ἄνδρα τ. A.Ch.556; γενεᾷ τίμιος [Δανάη] S. l.c.; τίμιοι ἐν τῇ πόλει Pl.Lg.829d; νηὸν . . πᾶσιν μάλα τ. ἀνθρώποισι h.Ap. 483, cf. Hes.Fr.134.7, etc.: freq. in Comp. and Sup., τιμιώταται θεῶν A.Eu.967 (lyr.); πασῶν Ἀθῆναι -ωτάτη πόλις S.OC108; -ώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης ἐστί Pl.Men.98a; as form of address, -ώτατε Dsc.Eup.1 Prooem.; τῷ -ωτάτῳ χαίρειν Luc.Ep.Sat.2.25, A.D.Synt.41.2, Sammelb.7347.29 (ii A.D.), etc. II of things, valuable, prized, οὐδὲν κτῆμα -ώτερον S.Ant.702, cf. E.Alc.301, Ph. 439 (Sup.), Apoc.17.4. 2 of high price, costly, dear, Hdt.3.23 (Sup.), 8.105 (Comp.), Lys.22.8, Pl.Euthd.304b, Prt.347c, Thphr. Lap.18 (Sup.); πωλεῖται τίμιος is sold dearly, ib.31; τίμιον ἀγοράζειν PCair.Zen.160.10 (iii B.C.); χρυσίον ὅταν πολὺ παραφανῇ, τὸ ἀργύριον -ώτερον ποιεῖ X.Vect.4.10: Comp. -έστερος dub. in PCair.Zen. 375.13 (iii B.C.). Adv. -ίως, πρίασθαι Lyd.Mag.3.35. 3 conferring honour, honourable, τιμία ἕδρα a seat of honour, A.Eu.854, cf. Th.241 (lyr.); τ. γέρας an honourable privilege, Id.Supp.986; οὑπιρρέων γὰρ -ώτερος χρόνος ἔσται πολίταις more full of honour, Id.Eu. 853; -ωτέρα χώρα a higher place, X.Cyr.8.4.10; δῶρα Id.An.1.2.27: τὰ τίμια, = τιμαί, Pi.Fr.221 (cj.), SIG659.8 (Delph., ii B.C.), al., Plb.6.9.8, Supp.Epigr.3.468.10, al. (Thess., i B.C.); τὰ τ. τῶν ἱερῶν OGI 90.33 (Rosetta, ii B.C.); also in sg., SIG591.6 (Lampsacus, ii B.C.); τὰ -ώτατα, = τὰ φίλτατα, D.18.215; αἱ καλούμεναι τίμιαι τέσσαρες τέχναι Zos.Alch.p.239 B.
German (Pape)
[Seite 1116] bei den Att. auch 2 Endgn, 1) geschätzt; von Personen, geehrt, verehrt, ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν ἀνθρώποις, Od. 10, 38; h. Apoll. 483; παρὰ τιμίοις θεῶν, Pind. Ol. 2, 65; κτείναντες ἄνδρα τίμιον, Aesch. Ch. 549; τιμιώταται θεῶν, Eum. 925; γενεᾷ τίμιος (ἡ Δανάη), Soph. Ant. 939; ὁ ἐν πολίταις τίμιος κεκλημένος, Eur. Hec. 625; δαίμονα ἐν θεοῖς τίμιον, Tr. 49; τίμιος παρ' ὑμῖν καὶ Σόλων, Plat. Conv. 209 d; Her. 7, 71; Ggstz ἄτιμος, Plat. Polit. 288 d; ὅσοι τίμιοι ἐν τῇ πόλει, Legg. VIII, 829 d; – von Sachen, werth, hoch in Ehren zu halten; γέρας, ἕδρας, Aesch. Suppl. 964 Eum. 816; εἰ γὰρ αἱ τοιαίδε πράξεις τίμιαι, Soph. O. R. 895; theuer, kostbar; im compar., ἐμοὶ δὲ οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον, Soph. Ant. 698; ψυχῆς οὐδέν ἐστι τιμιώτερον, Eur. Alc. 302, wie Her. 8, 105; ὁ σῖτος, Lys. 22, 8; ὀβολῷ τιμιώτερος, ib. 9; κτῆμα τιμιώτατον, Eur. Or. 702; διὰ ταῦτα τιμιώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης, Plat. Men. 95 a; πρᾶγμα πολλῶν χρυσίων τιμιώτερον, Rep. I, 336 e; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Euthyd. 304 b; Prot. 347 c; ἐὰν μὲν τίμιος παρ' ὑμῖν ᾖ ὁ σῖτος, Dem. 56, 8. – 2) akt. schätzend, ehrend; τὸ τίμιον, = ἡ τιμή, Pol. 6, 9, 8, u. öfter, u. a. Sp., wie D. Sic. 3, 9; τίμιον αἰδῶ Opp. Hal. 2, 652.
Greek (Liddell-Scott)
τίμιος: -α, -ον, Πλάτ. Πρωτ. 347C, κ. ἀλλ.· καὶ ος, ον, Ἀριστ. Πολ. 3 13, 2· (τῑμή)· τετιμημένος: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τιμώμενος, ὁ ἐν τιμῇ διατελῶν, ἄξιος τιμῆς, ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστι Ὀδ. Κ. 38, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 403, Ἡρόδ. 9. 71, κτλ.· ἄνδρα τίμιον Αἰσχύλ. Χο. 556· γενεᾷ τίμιος [[[Δανάη]]] Σοφ. Ἀντ. 948· τίμιοι ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. 829D· συχν. ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθετ., τιμιώταται θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 967· πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις Σοφ. Ο. Κ. 108· τιμιώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης ἐστὶ Πλάτ. Μένων 98Α· κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολύτιμος, ἄξιος τιμῆς, ἔχων ἀξίαν, τινι Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 7· οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον Σοφ. Ἀντ. 702, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 301, Φοίν. 439, Πλάτ. κλπ.· τίμιον ποιῶ τι, αὐξάνω τὴν τιμὴν ἢ ἀξίαν τινός, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 347D· οὑπιρρέων γὰρ τιμιώτερος χρόνος ἔσται πολίταις, θὰ ἔχῃ δι’ αὐτοὺς περισσοτέρας τιμάς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 853. 2) ὁ παρέχων τιμήν, ἔντιμος, τιμία ἕδρα, κάθισμα τιμῆς, αὐτόθι 854, πρβλ. Θήβ. 241· τ. γέρας ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 986· τιμιωτέρα χώρα Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10· δῶρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 27· ― τὰ τίμια = τιμσί, Πινδ. Ἀποσπ. 242 Böckh, Πολύβ. 6. 9, 8· τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, Δημ. 300. 2. 3) ὁ ἔχων ὑψηλὴν τιμήν, πολλὴν ἀξίαν, ἀκριβός, Λατ. carus, Ἡρόδ. 3. 23., 8. 105, Λυσί. 165. 1, Πλάτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. de grand prix, coûteux, cher;
II. fig. 1 précieux, cher;
2 digne d’honneur, honorable, honoré ; honoré, vénéré en parl. de divinités;
3 qui est un honneur, honorable (rang, place, etc.);
Cp. τιμιώτερος.
Étymologie: τιμή.
English (Autenrieth)
honored, Od. 10.38†.
English (Slater)
τῑμιος
1 honoured παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν (O. 2.65) ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.11)
English (Strong)
including the comparative timioteros, and the superlative timiotatos from τιμή; valuable, i.e. (objectively) costly, or (subjectively) honored, esteemed, or (figuratively) beloved: dear, honourable, (more, most) precious, had in reputation.
English (Thayer)
τίμια, τίμιον (τιμή), from Homer down;
a. properly, held as of great price, i. e. precious: λίθος, R. V. costly stones); comparitive τιμιωτερος, superlative τιμιωτατος, held in honor, esteemed, especially dear: τίνι, to one, T Tr WH (οὐδενός λόγου etc. not worth a word; cf. Meyer at the passage)); καρπός τῆς γῆς, αἷμα, ἐπαγγέλματα, 2 Peter 1:4.
Greek Monolingual
-α, -ο / τίμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ θηλ. και -ος, Α τιμή
(για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση της ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες της ηθικής, έντιμος, ηθικός
2. αυτός που εκτελεί ευσυνείδητα το καθήκον του
3. αυτός τον οποίο χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια και η ευθύτητα στις χρηματικές συναλλαγές του
4. εκκλ. ιερός, άγιος (α. «τίμιος σταυρός» και «τίμιο ξύλο» — ο σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός
β. «τιμία ζώνη» — η ζώνη της Θεοτόκου)
5. φρ. «τίμια δώρα»
(στη λειτουργική) ο άρτος και ο οίνος τα οποία προσφέρει ο ιερέας ως θυσία στον θεό και τα οποία καθαγιάζονται στη Θεία Ευχαριστία, αλλ. άγια δώρα
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλη ηθική ή υλική αξία
2. (το αρσ. υπερθ. βαθμού) τιμιώτατος
προσφώνηση ανωτέρων σε επιστολές ή προσφώνηση ιερέων και επισκόπων
3. το ουδ. ως ουσ. τo τίμιον
α) τιμητικό προνόμιο
β) τιμητική προσφορά
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός στον οποίο οφείλεται ύψιστη τιμή και ευλάβεια
2. (για πράγμ.) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, κυρίως από ηθική άποψη («ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον», Ευρ.)
3. αυτός που προσδίδει τιμή σε κάποιον, τιμητικός («καὶ σύ, τιμίαν ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως», Αισχύλ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τίμια
οι εκδηλώσεις σεβασμού ή λατρείας, οι τιμές
5. φρ. «τίμιον ποιῶ» — αυξάνω την τιμή, προσδίδω πολύ μεγάλη αξία σε κάτι (Πλάτ.).
επίρρ...
τιμίως ΝΜΑ, και τίμια Ν
1. με εντιμότητα
2. με ευσυνειδησία
3. με ευθύτητα, με ειλικρίνεια
αρχ.
σε υψηλή τιμή.