συνίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ [[ἵστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[εξίσου]] καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμμερίζεται τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[συνείδηση]] μιας πράξης, που συναισθάνεται μια [[πράξη]] («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε [[κάτι]], [[μάρτυρας]] («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων [[λύχνον]]», Φιλόδ.).
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίστωρ Medium diacritics: συνίστωρ Low diacritics: συνίστωρ Capitals: ΣΥΝΙΣΤΩΡ
Transliteration A: synístōr Transliteration B: synistōr Transliteration C: synistor Beta Code: suni/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).    2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα . . κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).