τυμπανόδουπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6_18)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνόδουπος''': -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
|lstext='''τυμπᾰνόδουπος''': -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ηχεί με την [[κρούση]] τυμπάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> [[δοῦπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ασπιδό</i>-<i>δουπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνόδουπος Medium diacritics: τυμπανόδουπος Low diacritics: τυμπανόδουπος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: tympanódoupos Transliteration B: tympanodoupos Transliteration C: tympanodoupos Beta Code: tumpano/doupos

English (LSJ)

ον,

   A sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].