διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
(42) |
(No difference)
|
-ον, Α
αυτός που έχει ευκίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].