σωματοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(40) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, = [[σωματέμπορος]], καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β. | |lstext='''σωμᾰτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, = [[σωματέμπορος]], καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιματιο</i>-[[κάπηλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιο-κάπηλος)].