φρεατωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(a)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] = [[φρεωρύχος]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] = [[φρεωρύχος]], Sp.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που σκάβει φρέατα, που ανοίγει πηγάδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρέαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τυμβ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1304] = φρεωρύχος, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που σκάβει φρέατα, που ανοίγει πηγάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].