ὑδροφόβος: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(42)
(42)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>φοβος</i>].
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>φοβος</i>].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[υδρόφοβος]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφόβος Medium diacritics: ὑδροφόβος Low diacritics: υδροφόβος Capitals: ΥΔΡΟΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hydrophóbos Transliteration B: hydrophobos Transliteration C: ydrofovos Beta Code: u(dro/fobos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A having a horror of water, having hydrophobia, Arr.Epict.4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627.    II as Subst., -φόβος, ὁ, or -φόβον, τό (gender uncertain), = ὑδροφοβία, Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.

German (Pape)

[Seite 1174] 1) wasserscheu. – 2) ὁ u. ἡ ὑδροφόβος, = ὑδροφοβία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφόβος: -ον, ὁ φοβούμενος τὸ ὕδωρ, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὑδροφόβος, ὁ, = ὑδροφοβία, Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρό-φοβος].

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υδρόφοβος.