φοιτητής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν [[φοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σπουδαστής]] ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει [[κάπου]], [[ιδίως]] ως [[μαθητευόμενος]] («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτητής Medium diacritics: φοιτητής Low diacritics: φοιτητής Capitals: ΦΟΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: phoitētḗs Transliteration B: phoitētēs Transliteration C: foititis Beta Code: foithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who regularly goes or comes; esp. disciple, pupil, Pl.R.563a, Euthd.295d, Alc.1.109d, Lg.779d, Phld.Acad.Ind. p.17M., AP7.122 (D.L.).

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = φοιταλέος, ταρσός, οἶστρος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. φοιτάω Ι. 5· ― φοιτητής, συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους μαθητής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écolier.
Étymologie: φοιτάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν φοιτῶ
νεοελλ.
σπουδαστής ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που συχνάζει κάπου, ιδίως ως μαθητευόμενος («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», Πλάτ.).