τετρασκελής: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à quatre jambes ; à quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[σκέλος]].
|btext=ής, ές :<br />à quatre jambes ; à quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[σκέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] σκέλη ή [[τέσσερα]] πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (για [[ψυχικό]] [[πάθος]]) πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τετρασκελής]] [[οἰωνός]]» — [[είδος]] γρύπου, μυθικού ζώου με [[κεφάλι]] και φτερούγες αετού και με [[σώμα]] λεονταριού (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χέρσου [[τετρασκελής]] [[γονή]]» — τα [[τετράποδα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «τετρασκελὲς [[ὕβρισμα]] Κενταύρων» — η [[αυθάδης]] βία τών Κενταύρων (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀκτα</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρασκελής Medium diacritics: τετρασκελής Low diacritics: τετρασκελής Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tetraskelḗs Transliteration B: tetraskelēs Transliteration C: tetraskelis Beta Code: tetraskelh/s

English (LSJ)

ές, (σκέλος)

   A four-legged, four-footed, τ. οἰωνός, of a kind of griffin, A.Pr. 397; χέρσου τ. γονή, i.e. quadrupeds, S.Fr.941.10; τ. ὕβρισμα the wanton violence of Centaurs, E.HF181; τ. κενταυροπληθὴς πόλεμος ib.1272; of bandages, Heliod. ap. Orib.48.23.1, Sor.Fasc.41, Gal. 18(1).774.

German (Pape)

[Seite 1099] ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τετρασκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τέσσαρα σκέλη, τετράπους, τ. οἰωνός, εἶδος γρυπός, Αἰσχύλ. Πρ. 395· χέρσου τετρ. γονή, δηλ. τετράποδα, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· τ. ὕβρισμα, ἀναιδὴς ἢ αὐθάδης βία τῶν Κενταύρων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 181· τ. κενταυροπληθής πόλεμος αὐτόθι 1272.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à quatre jambes ; à quatre pieds.
Étymologie: τέτταρες, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα
2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος
3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» — είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα λεονταριού (Αισχύλ.)
β) «χέρσου τετρασκελής γονή» — τα τετράποδα (Σοφ.)
γ) «τετρασκελὲς ὕβρισμα Κενταύρων» — η αυθάδης βία τών Κενταύρων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ὀκτα-σκελής].