τηκ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

και τεκ, το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία του δένδρου Tectona grandis του γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες της τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή της νοτιοανατολικής Ασίας, τών Φιλιππίνων και της Ινδομαλαισίας
2. το ξύλο που λαμβάνεται από το δένδρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teak (< πορτογ. teca)].