ὑδροπότης: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[πίνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />buveur d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[πίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑδροπότης]], ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α<br />αυτός που πίνει [[νερό]] ή αυτός που πίνει μόνο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ελαφιών της ανατολικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] δειλού ή ανόητου ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[πότης]]. Η λ. ως επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hydropotes</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (πίνω)
A water-drinker, X.Cyr.6.2.29; used of a thin-blooded, mean-spirited fellow, AP11.20 (Antip. Thess.); cf. ὑδατοπότης.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, der Wassertrinker, Xen. Cyr. 6, 2, 29; übrtr., ein frostiger, geistloser, jeder höhern Begeisterung unfähiger Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων ὕδωρ, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 29· ὅθεν ἐν κωμικῇ φράσει ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ νωθροῦ καὶ ἀβελτέρου, τὸ τοῦ Ὁρατίου aquae potor, Ἀνθ. Π. 11. 20· οὕτως ὑδατοπότης, παρὰ Φρυνίχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὕδωρ πίνων Δημ. 73. 3, πρβλ. 355. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 349· ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφὸν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 3, Βάτωνα ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buveur d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, πίνω.
Greek Monolingual
ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α
αυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερό
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού
2. ζωολ. γένος ελαφιών της ανατολικής Ασίας
αρχ.
μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].