φαλαγγιόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλαγγιόπληκτος''': -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου [[ἀράχνης]], Γαλην. | |lstext='''φᾰλαγγιόπληκτος''': -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου [[ἀράχνης]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[φαλαγγιόδηκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαλάγγιον]] «[[είδος]] αράχνης» <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stung by a venomous spider, Gal.13.66.
German (Pape)
[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγιόπληκτος: -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου ἀράχνης, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, Α
φαλαγγιόδηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης» + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].