τανυγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_12)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνυγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.
|lstext='''τᾰνυγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.
}}
{{grml
|mltxt=ή [[τανυγλώχιν]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη και [[οξεία]] [[αιχμή]], ο πολύ [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>γλωχίς</i> / [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>γλώχιν</i>). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. [[τάνυμαι]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυγλώχῑς Medium diacritics: τανυγλώχις Low diacritics: τανυγλώχις Capitals: ΤΑΝΥΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tanyglṓchis Transliteration B: tanyglōchis Transliteration C: tanyglochis Beta Code: tanuglw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ,

   A with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.

Greek Monolingual

ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ-γλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.