σωματοψύχως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6_7)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοψύχως''': Ἐπιρρ., ψυχῇ τε καὶ σώματι, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bondim Bind Med. τ. 1, σ. 304Α.
|lstext='''σωμᾰτοψύχως''': Ἐπιρρ., ψυχῇ τε καὶ σώματι, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bondim Bind Med. τ. 1, σ. 304Α.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br /><b>επίρρ.</b> τόσο με το [[σώμα]] όσο και με την [[ψυχή]] («[[ψυχή]] τε και σώματι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοψύχως: Ἐπιρρ., ψυχῇ τε καὶ σώματι, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bondim Bind Med. τ. 1, σ. 304Α.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχήψυχή τε και σώματι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ψυχή + επιρρμ. κατάλ. -ως].