τανύπεπλος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[with]] [[trailing]] robes, [[long]]-robed. | |auten=[[with]] [[trailing]] robes, [[long]]-robed. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] [[γυναικών]] της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλακοῡς [[τανύπεπλος]]» — κωμική [[έκφραση]] στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑλκεσί</i>-<i>πεπλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with flowing robe, freq. in Ep. as epith. of high-born ladies or goddesses, Ἑλένη Il.3.228, Od.4.305; Θέτις Il. 18.385; Ἡνιόχη, Εὐδώρη, Hes.Sc.83, Fr.180; Ἀλκμήνη IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.); Φερο εφόνη ib.12.817, cf. B.Scol.Oxy.2081 (e) (= 1361 Fr.5):—πλακοῦς τ., comically, Batr.36.
German (Pape)
[Seite 1067] mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 Θέτις Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ πλακοῦς τανύπεπλος, ἔχων πολὺ σησαμότυρον Βατραχομυομ. 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la longue robe, à la robe flottante.
Étymologie: τανύω, πέπλος.
English (Autenrieth)
with trailing robes, long-robed.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία γυναικών της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο
2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» — κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί-πεπλος].