χλευάζω: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(T22) |
(46) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[imperfect]] ἐχλεύαζον; ([[χλεύη]], jesting, [[mockery]]); to [[deride]], [[mock]], [[jeer]]: [[Aristophanes]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], Lucian, others) (Compare: [[διαχλευάζω]].) | |txtha=[[imperfect]] ἐχλεύαζον; ([[χλεύη]], jesting, [[mockery]]); to [[deride]], [[mock]], [[jeer]]: [[Aristophanes]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], Lucian, others) (Compare: [[διαχλευάζω]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[χλεύη]]<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]] («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
(χλεύη)
A jest, scoff, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χ. Ar.Ra. 376 (lyr.); τοῖς καταγελῶσι καὶ χ. καὶ σκώπτουσι Arist.Rh.1379a29, cf. Plb.4.3.13, Cerc.18 ii 5, Phld.Lib.p.29 O., etc. 2 c. acc., scoff, jeer at, treat scornfully, τινα Pl.Erx.397d, D.7.7, 19.23, 47.34, D.C.Fr.109.16; ἐμαυτὴν . . λέληθα χλευάζουσ' Men.Epit.215; c. acc. rei, Plu.Rom.10, etc.:—Med., Id.Brut.45:—Pass., Epicr.11.31 (anap.), Arist.Pr.952b22, Plu.Sert.13, 25, 2.504f.
German (Pape)
[Seite 1358] scherzen, spotten, Ar. Ran. 376; schimpfen, Dem. 19, 23; καὶ σκώπτειν Arist. rhet. 2, 2; – trans., verspotten, spöttisch, höhnisch, übermüthig behandeln, κατεγέλα καὶ ἐχλεύαζε Plat. Eryx. 397 d; Dem. 7, 7; τοὺς μὲν διέσυρε χλευάζων Pol. 4, 3,13; τινός, Plut. Rom. 10; N. T. u. a. Sp.; auch med., τοὺς χλευασομένους καὶ κακῶς ἐροῦντας αὐτόν Plut. Brut. 45.
Greek (Liddell-Scott)
χλευάζω: μέλλ. -άσω, (χλεύη) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., ἐμπαίζω, περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.
French (Bailly abrégé)
railler, se moquer : τινά, railler qqn, tourner qqn en dérision ; τι, se moquer de qch;
Moy. χλευάζομαι railler.
Étymologie: χλεύη.
English (Strong)
from a derivative probably of χεῖλος; to throw out the lip, i.e. jeer at: mock.
English (Thayer)
imperfect ἐχλεύαζον; (χλεύη, jesting, mockery); to deride, mock, jeer: Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Plutarch, Lucian, others) (Compare: διαχλευάζω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ χλεύη
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», Πλάτ.).