τρίπλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />long, large, <i>etc.</i> de trois arpents.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], πλέθρα. | |btext=ος, ον :<br />long, large, <i>etc.</i> de trois arpents.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], πλέθρα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε [[απόσταση]] ή σε [[έκταση]] τριών πλέθρων<br />(«ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον [[ὡσαύτως]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]] (<b>πρβλ.</b> [[ἑξάπλεθρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A three πλέθρα wide, Pl.Criti.115d, X.An.5.6.9, Inscr.Cret.1. v 21 (Arcades, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1145] drei πλέθρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων εὖρος τριῶν πλέθρων, Πλάτ. Κριτί. 115D, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9· διάστημα τρ. Διόδ. 17, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, etc. de trois arpents.
Étymologie: τρεῖς, πλέθρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων
(«ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)].